απειροτοκος

απειροτοκος
    ἀπειρότοκος
    ἀπειρό-τοκος
    adj. f никогда не рожавшая
    

(παρθενία Anth.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "απειροτοκος" в других словарях:

  • απειρότοκος — ἀπειρότοκος, ον (AM) (μόνο στο θηλ.) αυτή που δεν έχει γεννήσει, η παρθένος …   Dictionary of Greek

  • ἀπειρότοκον — ἀπειρότοκος not having brought forth masc/fem acc sg ἀπειρότοκος not having brought forth neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπειροτόκου — ἀπειρότοκος not having brought forth masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άπειρο- — (I) [ΕΤΥΜΟΛ. < άπειρος (Ι). Χρησιμοποιείται ως α συνθετικό αρκετών λέξεων της Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής και σημαίνει αυτόν που δεν έχει πείρα, δεν γνωρίζει, έχει άγνοια ως προς ό,τι δηλώνει το β συνθετικό της λέξης πρβλ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»